Ο όρος μυοσίτιδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις φλεγμονώδεις παθήσεις των μυών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ιδιοπαθείς (πολυμυοσίτιδα, δερματομυοσίτιδα, μυοσίτιδα με ενδοκυττάρια έγκλειστα, οθφαλμική μυοσίτιδα), οι μυοσίτιδες των συστηματικών παθήσεων και οι μυοσίτιδες που προκαλούνται από λοιμογόνους παράγοντες.Φλεγμονές των μυών άγνωστης αιτιολογίας μεταξύ των οποίων οι πλέον γνωστές είναι η δερματομυοσίτιδα, η πολυμυοσίτιδα, η μυοσίτιδα μετά εγκλείστων σωματίων και η οφθαλμική μυοσίτιδα. Η πολυμυοσίτιδα προσβάλλει αρχικά τους κεντρικούς και στην συνέχεια γενικεύεται, ενώ η δερματομυοσίτιδα περιλαμβάνει δερματολογικές αλλοιώσεις και σχετίζεται συχνά με κακοήθειες.
Η πολυμυοσίτιδια και η δερρματομυοσίτιδα εμφανίζεονται συχνά μεταξύ του 40ου και 60ου έτους της ηλικίας και σπανιότερα στην παιδική ηλικία, ενώ οι γυναίκες προσβάλλονται σε διπλάσια συχνότητα από τους άνδρες. Η μυοσίτιδα μετά εγκλείστων προσβάλλει κατά κύριο λόγο τους άνδρες στην 5η και 6η δεκαετία της ζωής.Τα κυριότερα συμπτώματα της πολυμυοσίτιδας είναι η μυϊκή αδυναμία, οι αρθραλγίες και η σταδιακή απώλεια μυϊκούς ιστού που συνοδεύεται από μυϊκές ρικνώσεις. Η αδυναμία είναι αρχικά συμμετρική και εντοπίζεται στους μύες της πυέλου και του μηρού και στη συνέχεια επεκτείνεται στην ωμική περιοχή και τους βραχίονες, ενώ δεν αποκλείεται η εμφάνιση δυσφαγίας και δυσαρθροφωνίας.
Η δερματομυοσίτιδα χαρακτηρίζεται επιπλέον από ερύθημα του προσώπου, οίδημα των βλεφάρων, των παρειών, της περιοχής του θώρακα και των εκτατικών επιφανειών των άκρων, καθώς και εστιακή ατροφία δέρματος και τηλεαγγειεκτασίες.
Η μυοσίτιδα μετά ενδοκυττάριων εγκλείστων είναι συνήθως ασύμμετρη αρχικά και προσβάλλει περιφερικές μυϊκές ομάδες, όπως είναι οι ραχιαίοι εκτείνοντες των άκρων ποδών και οι μύες των δακτύλων των άνω άκρων και δεν χαρακτηρίζεται από μυαλγίες.
Η οφθαλμική μυοσίτιδα χαρακτηρίζεται από διπλωπία, παρέσεις των οφθαλμικών μυών, εστιακά άλγη και οίδημα βλεφάρων. Η θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει την χορήγηση κορτικοστεροειδών, κυρίως πρεδνιζολόνης στην δοσολογία των 1-2mg/kg ημερησίως, ή την χορήγηση ενδοφλέβιας γ-σφαιρίνης, ή αζαθειοπρίνης στις ανθεκτικές περιπτώσεις. Επιπλέον η κινησιοθεραπεία, η αναπνευστική φυσικοθεραπεία και η λογοθεραπεία, βελτιώνουν την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα των πασχόντων.