Το σύνδρομο Sjögren ή αυτοάνοση επιθηλίτιδα είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα του συνδετικού ιστού που προσβάλλει κατεξοχήν τους εξωκρινείς αδένες. Δεδομένου ότι οι κύριοι εκπρόσωποι των εξωκρινών αδένων είναι οι σιελογόνοι και οι δακρυϊκοί αδένες η κύρια κλινική έκφραση του συνδρόμου είναι η ξηροστομία και η ξηροφθαλμία.
Η αιτιολογία του συνδρόμου Sjögren παραμένει άγνωστη. Πολλαπλοί αιτιολογικοί παράγοντες είναι πιθανό να συμμετέχουν στην παθογένεση του συνδρόμου. Tέτοιοι παράγοντες είναι ανοσολογικοί, περιβαλλοντικοί (λοιμώδεις), φυλετικoί (ορμόνες) και γενετικοί. Η νόσος δεν κληρονομείται καθώς η προσβολή ενός εκ των γονέων δεν συνεπάγεται και προσβολή των παιδιών.
Στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική αντιμετώπιση του συνδρόμου Sjögren περιλαμβάνονται τα τεχνητά δάκρυα, τα εκκριταγωγά όπως η πιλοκαρπίνη και η σεβιμελίνη, η υδροξυχλωροκίνη, τα γλυκοκοκορτικοειδή (κορτιζόνη), τα ανοσορρυθμιστικά όπως η μεθοτρεξάτη και η αζαθειοπρίνη, οι βιολογικοί παράγοντες όπως η ριτουξιμάμπη.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι κάθε ασθενής με σύνδρομο Sjögren αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση από πλευράς θεραπευτικής, αφού η ίδια πάθηση δεν παρουσιάζει τις ίδιες εκδηλώσεις σε όλους τους ασθενείς. Επομένως, είναι αυτονόητο ότι το θεραπευτικό πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί σε ένα συγκεκριμένο ασθενή, δηλαδή ποιο φάρμακο ή ποιος συνδυασμός φαρμάκων από τα παραπάνω ή και άλλα φάρμακα θα περιλαμβάνεται σε αυτό το πρόγραμμα, καθορίζεται από τον θεράποντα ιατρό ρευματολόγο με βάση τα κλινικά δεδομένα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ασθενούς.