Η σκληροδερμία είναι μια αυτοάνοση νόσος του συνδετικού ιστού που χαρακτηρίζεται από την πάχυνση του δέρματος, τον σχηματισμό ουλών, τη νόσο των αιμοφόρων αγγείων και από διάφορους βαθμούς φλεγμονής, οι οποίες σχετίζονται με ένα υπερδραστήριο ανοσοποιητικό σύστημα. Η σκληροδερμία χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό ουλώδους ιστού (ίνωση) στο δέρμα και, ενδεχομένως, στα όργανα του σώματος.
Η αιτία της σκληροδερμίας δεν είναι γνωστή. Έρευνες έχουν δείξει ότι ορισμένα γονίδια αποτελούν σημαντικούς κληρονομικούς παράγοντες, αλλά και το περιβάλλον του ατόμου φαίνεται να παίζει επίσης κάποιο ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος σε ένα ευαίσθητο άτομο, η οποία προκαλεί βλάβη στην εσωτερική επένδυση των μικροσκοπικών αιμοφόρων αγγείων και στους ιστούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ουλώδους ιστού και τη συσσώρευση περιττού κολλαγόνου. Δεν είναι ασυνήθιστο να βρει κανείς άλλες αυτοάνοσες νόσους στις οικογένειες ασθενών με σκληροδερμία.